- σύσσημον
- σύσσημονsignalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συσσήμοις — σύσσημον signal neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσήμου — σύσσημον signal neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσήμων — σύσσημον signal neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσήμῳ — σύσσημον signal neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσσημα — σύσσημον signal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύσσημο — το / σύσσημον ΝΑ διακριτικό σήμα, σύμβολο αρχ. 1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ) 2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά 3. διακριτικό σημάδι,… … Dictionary of Greek
σουσούμι — το, Ν 1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.) 2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου 3. παρατσούκλι, παρωνύμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν +… … Dictionary of Greek
ՆՇԱՆ — (ի, աւ կամ իւ, աց, օք.) NBH 2 0433 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. σημεῖον signum σύσσημον, σημείωσις commune signum, significatio, nota τύπος figura σημασία apostema եւ այլն. վր. նի՛շի. պ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)